τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek
τρίποδος — τρίπους three footed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Треножник — Жертвенный треножник Дин конец династии Шан, Шанхайский музей Треножник (др. греч … Википедия
Tripodion — Треножник др. греч. τρίποδος : металлический котёл с тремя ножками, а также любая утварь на трёх подставках. В домашнем хозяйстве треножник применялся для разогревания воды и пищи. Изготовлялся из различных материалов, мог быть культовым… … Википедия
TRIPUS — non unius olim generis. Fuere enim alii τρίποδες ἐμπυριβῆται, sive λέβητες λοετροχόοι, in quibus calefiebat aqua loturis, vel lebetes lavantibus aquam fundentes. Alii fuerunnt τρίποδες ἄπυροι, non sentientes ignem, qui ornatui solum templorum et… … Hofmann J. Lexicon universale
επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… … Dictionary of Greek
λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… … Dictionary of Greek
περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] … Dictionary of Greek
τρίποδο — το, Ν βλ. τρίποδος … Dictionary of Greek
τρίπος — ον, Α βλ. τρίποδος … Dictionary of Greek